Η αντιμετώπιση του θανάτου ενός κοντινού μας ανθρώπου, ενός μέλους της οικογένειας, συντρόφου ή ενός στενού φίλου είναι μια από τις πιο δύσκολες προκλήσεις. Ενώ η απώλεια είναι ένα φυσικό μέρος της ζωής, μπορεί πάραυτα να προκαλέσει αισθήματα σοκ και σύγχυσης, τα οποία με τη σειρά τους είναι ικανά να οδηγήσουν σε μακρόχρονες περιόδους θλίψης.
Ο χρόνος είναι φίλος, αλλά τώρα μοιάζει με εχθρό. Η διάρκεια της θλίψης είναι υποκειμενική και απαιτεί χρόνο. Συνήθως με το πέρασμα του χρόνου η ένταση του πένθους μειώνεται. Καταλυτικός παράγοντας είναι ο τρόπος που το άτομο θα αντιληφθεί και θα χειριστεί το πένθος του. Στόχος στη θεραπεία είναι η δημιουργία καινούριων νοηματοδοτήσεων που θα προσφέρουν μελλοντικούς σκοπούς και κατευθύνσεις στη ζωή του.
Οι αντιδράσεις μας απέναντι στον θάνατο διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο. Ο καθένας χρησιμοποιεί προσωπικούς αμυντικούς μηχανισμούς αντιμετώπισης του πένθους, ανάλογα με τις προσωπικές του εμπειρίες. Οι περισσότεροι άνθρωποι θα ανακάμψουν μόνοι τους μετά την απώλεια, φτάνει να έχουν γύρω τους ένα υποστηρικτικό περιβάλλον και να ακολουθούν υγιής τρόπους ζωής. Κάποιοι άλλοι όμως μπορεί να χρειάζονται αρκετό καιρό ώστε να ξεπεράσουν την απώλεια. Δεν υπάρχει άλλωστε “φυσιολογική” χρονική περίοδος για να θρηνήσει κάποιος.
Οι άνθρωποι είναι -από τη φύση τους- ανθεκτικά όντα, κάποιες φορές όμως μπορεί να αγωνίζονται με τη θλίψη του πένθους για μεγάλο διάστημα. Σίγουρα λοιπόν θα μπορούσαν να επωφεληθούν από τη βοήθεια ενός ψυχολόγου ώστε να εκφράσουν τα αισθήματα θλίψης τους, να μιλήσουν για το άτομο που έχασαν και την σχέση που είχαν μαζί του. Ακόμα, θα καταφέρουν να εκφράσουν πιθανά συναισθήματα φόβου, ενοχής, άρνησης, άγχους, θλίψης και μελαγχολίας. Ο ψυχολόγος μπορεί να βοηθήσει κάποιον που πενθεί να ξαναχτίσει την ανθεκτικότητά του και να αναπτύξει ισχυρές άμυνες.
Άλλωστε οι άνθρωποι έχουμε την ικανότητα πάντα να νικάμε τον θάνατο, μέσα από τις ισχυρές σχέσεις αγάπης που δημιουργούμε. Και η αγάπη πάντα νικά.