Διαταραχή Ελλειματικής Προσοχής/ Υπερικητικότητας (ΔΕΠΥ)
Η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής / υπερκινητικότητας (ΔΕΠ-Υ) είναι ίσως η συνηθέστερη διαταραχή που συναντάμε στην παιδική και εφηβική ηλικία. Μπορεί να επηρεάσει τη σχολική πρόοδο, την ευημερία, τις διαπροσωπικές σχέσεις και τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις των παιδιών. Κάποια από τα συμπτώματα περιλαμβάνουν: αποδιοργάνωση, χαμηλή συγκέντρωση, υπερκινητικότητα, διάσπαση προσοχής και παρορμητικότητα. Η διάγνωση της ΔΕΠ-Υ θέλει ιδιαίτερη προσοχή μιας και τα κριτήρια είναι πολύ συνηθισμένα στις ηλικίες αυτές. Όμως προσοχή θέλει και η υπερδιάγνωση γιατί η κοινωνία μας έχει την τάση να βάζει εύκολα την συγκεκριμένη διάγνωση.
Η ατομική ψυχοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει νέους και ενήλικες με ΔΕΠ-Υ τόσο σε ψυχικό και όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, ώστε να διαχειριστούν λειτουργικά τον τρόπο που σκέφτονται και συμπεριφέρονται. Μέσα από την ψυχοθεραπεία οι έφηβοι αποκτούν πιο ρεαλιστικούς στόχους ενώ παράλληλα μαθαίνουν να μειώνουν το άγχος, τις ενοχές και τον φόβο που πιθανά να αισθάνονται. Επίσης, καταφέρνουν να αναγνωρίζουν και να εκφράζουν τα συναισθήματα τους, να επιτρέπουν στον εαυτό τους τα «λάθη», να προσπαθούν να οργανώσουν τον χρόνο τους ανάλογα με το πρόγραμμα τους, να κοιμούνται καλά, να επιβραβεύουν και να σέβονται τον εαυτό τους.
Οι αγχώδεις διαταραχές, σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό, παρατηρούνται συχνά σε παιδιά με ΔΕΠ-Υ. Το άγχος και η ΔΕΠ-Υ έχουν πολλά κοινά μεταξύ τους: α) και τα δύο προκαλούν έντονη ανησυχία, β) σ’ ένα παιδί με άγχος αποσπάται πιο εύκολα η προσοχή του, ενώ γ) και τα δύο μπορούν να δημιουργήσουν διαταραχές στον ύπνο. Η ψυχοθεραπεία βοηθά τους νέους με ΔΕΠ-Υ, κυρίως να μάθουν να διαχειρίζονται το άγχος τους. Η θεραπεία ενός εφήβου με ΔΕΠ-Υ, θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει: ατομική ψυχοθεραπεία με στόχο την βελτίωση των κοινωνικών δεξιοτήτων του παιδιού όπως και οικογενειακή θεραπεία.
Η συμβουλευτική στους γονείς ενός παιδιού/ εφήβου με ΔΕΠ-Υ είναι πολύ σημαντική. Είναι προαπαιτούμενο -για να βοηθηθεί το παιδί- να βρίσκονται και οι γονείς σε ένα θεραπευτικό πλαίσιο. Αρχικά οι γονείς μαθαίνουν να επιβραβεύουν την θετική συμπεριφορά του παιδιού τους, να του δίνουν ξεκάθαρα μηνύματα, να έχουν ρεαλιστικές προσδοκίες, να είναι οι ίδιοι αισιόδοξοι διατηρώντας μία θετική συμπεριφορά η οποία μελλοντικά θα βοηθήσει στο χτίσιμο της αυτοπεποίθησης του εφήβου. Επίσης, να μάθουν πώς βοηθούν το παιδί τους στην οργάνωση και στον προγραμματισμό των υποχρεώσεων του, να διατηρούν μία σταθερή ρουτίνα οικογενειακών συνηθειών (πχ. σταθερή ώρα βραδινού ύπνου, μεσημεριανού φαγητού κτλ).
Ακόμα, είναι βοηθητικό οι γονείς να έχουν επαφή με τους δασκάλους του παιδιού, να παραμένουν ήρεμοι στην πειθάρχηση του, να βάζουν σταθερά και ρεαλιστικά όρια (πχ. πόση ώρα θα δει τηλεόραση, πόση ώρα θα παίξει video-games κτλ), και να υποστηρίζουν το παιδί τους σε εξωσχολικές δραστηριότητες (αθλητικές, καλλιτεχνικές, χόμπι κτλ). Όταν το παιδί τελειώσει μόνο του τις εργασίες για το σχολείο, καλό θα ήταν να το επιβραβεύουν ακόμα κι αν δεν έχουν γίνει όλα «τέλεια».
Τέλος, καλό θα ήταν οι γονείς να θυμούνται ότι καθώς οι έφηβοι ωριμάζουν, θα βρουν από μόνοι τους έναν πολύ δικό τους τρόπο για να ολοκληρώνουν τις υποχρεώσεις τους. Στόχος των γονέων είναι να δώσουν στο παιδί «φτερά» ώστε στο μέλλον να μην τους χρειάζεται πλέον. Να δείξουν στο παιδί ότι το εμπιστεύονται και ότι είναι κοντά του, αυξάνοντας έτσι την αυτοεκτίμηση του, την εσωτερική ασφάλεια, την αυτάρκεια και την εμπιστοσύνη στον εαυτό του.