Οι Διαταραχές Πρόσληψης Τροφής (ΔΠΤ) είναι επίμονες ψυχικές παθήσεις που χαρακτηρίζονται από σκέψεις και συμπεριφορές, οι οποίες σχετίζονται με μια διαταραγμένη πρόσληψη τροφής. Ως αποτέλεσμα, δημιουργούνται σημαντικές δυσλειτουργίες εις βάρος της υγείας και των ψυχοκοινωνικών λειτουργιών του ατόμου1. Δυο κλινικά σύνδρομα ΔΠΤ φαίνεται να προεξάρχουν στην εφηβεία και στην ενήλικη ζωή: α) η ψυχογενής ανορεξία και β) η ψυχογενής βουλιμία.
Ενώ η εφηβεία είναι η περίοδος όπου παρουσιάζεται μεγαλύτερη ευπάθεια στην ανάπτυξη διατροφικών διαταραχών1, παρόλα αυτά η ηλικία εμφάνισης των διατροφικών διαταραχών όλο και μειώνεται2. Η συχνότητα εμφάνισης για την πρώιμη έναρξη της νόσου σε παιδιά ηλικίας από 5 έως 12 ετών, κυμαίνεται από 1,4 έως 3,01 ανά 100,000 παιδιά, ενώ το κυρίαρχο φύλο είναι τα κορίτσια3. Επιπλέον, οι διατροφικές διαταραχές σε παιδιά και εφήβους σχετίζονται με σωματική αστάθεια βάρους στο 35% των περιπτώσεων 4 και με τουλάχιστον μία ψυχιατρική συννοσηρότητα στο 47,1%-62% των περιπτώσεων3. Κάποια σημάδια διατροφικής διαταραχής αναδύονται κατά τη διάρκεια της προ-εφηβικής περιόδου που μπορεί έπειτα να εξελιχθούν σε πλήρεις διατροφικές διαταραχές στην εφηβεία ή την πρώιμη ενηλικίωση7. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να υπάρξουν μεγαλύτερες προσπάθειες για την πρόληψη και την έγκαιρη ανίχνευση των διατροφικών διαταραχών2 .
Η εφηβεία, από τη φύση της, συνδέεται με την αύξηση του σωματικού βάρους. Αρκετοί έφηβοι αντιμετωπίζουν δυσαρέσκεια βλέποντας τα σώματα τους να αλλάζουν. Σε μια κοινωνία που εκθειάζει το «αδύνατο» σώμα, μερικοί έφηβοι – κυρίως κορίτσια – ενοχλούνται υπερβολικά με τη σωματική τους εμφάνιση και σε μια προσπάθεια να πετύχουν ή να διατηρήσουν ένα λεπτό σώμα, αρχίζουν επιθετικές δίαιτες. Με αποτέλεσμα ένα μικρό ποσοστό αυτών των εφήβων να αναπτύσσει τελικά μια διατροφική διαταραχή όπως η νευρική ανορεξία ή η βουλιμία11.
Η πρόσφατη βιβλιογραφία υπογραμμίζει τις δυσκολίες που συναντούν έφηβοι με τις διατροφικές διαταραχές, τόσο στη ρύθμιση των συναισθημάτων τους όσο και στην επεξεργασία και αναγνώριση τους. Με αυτή την έννοια, δυσλειτουργικές συμπεριφορές κατανάλωσης τροφής (π.χ. απίσχναση, πρόκληση εμετού και υπερβολική άσκηση) μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως ένας τρόπος να «ελέγξει» ο έφηβος, το πώς νιώθει5. Στην ουσία, το άτομο εστιάζει σε θέματα γύρω από το φαγητό ως ένα μέσον διαχείρισης στρεσογόνων καταστάσεων.
Ένα άτομο που πάσχει από ΔΠΤ, συνήθως παρατηρούμε ότι αισθάνεται:
- άρνηση για την ύπαρξη του προβλήματος,
- έντονο φόβο ότι θα χάσει τον έλεγχο του σώματος του,
- μυστικότητα,
- μεταπτώσεις στην διάθεση,
- δυσκολίες στην επικοινωνία και στις διαπροσωπικές σχέσεις,
- δυσχέρεια στην έκφραση συναισθημάτων,
- ανάγκη για υπερβολικό έλεγχο των καταστάσεων,
- τελειομανία.
Οι διατροφικές διαταραχές έχουν πολυπαραγοντική αιτιολογία, που περιλαμβάνει αλληλεπιδράσεις μεταξύ βιολογικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών παραγόντων6. Ένα αίτιο είναι η διαταραγμένη σχέση γονέα-παιδιού, και συγκεκριμένα ο έντονα συγκρουσιακός τρόπος αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας των μελών της οικογένειας. Ύστερα παρατηρούμε την παρεμβατικότητα των γονέων αλλά και τα χαμηλά επίπεδα οικογενειακών δεσμών και ζεστασιάς, να συσχετίζονται με κλινικές διατροφικές διαταραχές8. Πρόσφατες έρευνες9;10 υποδηλώνουν ότι η βασική ψυχική δυσλειτουργία στις διατροφικές διαταραχές έγκειται στις αρνητικές πεποιθήσεις που έχει το άτομο για τον εαυτό του και οι οποίες περιστρέφονται γύρω από το φαγητό. Από βιολογική πλευρά, έρευνες δείχνουν πως τα γονίδια ίσως προδιαθέτουν το άτομο ώστε να αναπτύξει μια διατροφική διαταραχή. Για παράδειγμα, οι κόρες των γυναικών με ΔΠΤ, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν και οι ίδιες διατροφική διαταραχή12.
Περιβάλλοντα όπου υπάρχουν κοινωνικές πιέσεις (υπέρ-προβολή «διάσημων» από τα ΜΜΕ), κάνουν τους έφηβους με ΔΠΤ να πιέζονται ακόμα περισσότερο. Συγκεκριμένα, οι νέοι έχουν πρότυπα ηθοποιούς/ μοντέλα, τους οποίους μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παρακολουθούν καθημερινά και προσπαθούν να τους μοιάσουν. Δημιουργούνται έτσι λανθασμένα στερεότυπα μιας τυποποιημένης «ομορφιάς-βιτρίνας» που εξισώνει την αξία της προσωπικότητας και άλλων εσωτερικών αξιών, με την εξωτερική εμφάνιση.
Επιπρόσθετοι λόγοι που θα μπορούσαν να ενισχύσουν μία ΔΠΤ, είναι υψηλές ακαδημαϊκές προσδοκίες, με έντονη την πίεση της οικογένειας, του σχολείου και του κοινωνικού περιβάλλοντος, τα οποία συμβάλλουν στην ανάγκη του ατόμου να παρουσιάσει μία «τέλεια» εικόνα, κάτι ιδιαίτερα ψυχοφθόρο για τον ίδιο.
Η αντιμετώπιση μίας διαγνωσμένης διαταραχής πρόσληψης τροφής, περιλαμβάνει την θεραπεία από ιατρικές ειδικότητες (παθολόγο, διαιτολόγο) και επαγγελματίες ψυχικής υγείας (ψυχίατρο, ψυχολόγο, κοινωνικό λειτουργό, εργασιοθεραπευτή) μιας και η συγκεκριμένη διαταραχή επηρεάζει τον έφηβο σωματικά και ψυχολογικά.
Μέσα σε ένα ολοκληρωμένο θεραπευτικό πλαίσιο, πρώτο βήμα είναι η διατροφική εκπαίδευση ώστε το άτομο να αποκτήσει υγιείς διατροφικές συνήθειες. Μετέπειτα, οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας βοηθούν το άτομο στο να διαφοροποιήσει τον τρόπο σκέψης του, τις συμπεριφορές και τα συναισθήματα του που συνδέονται με τον δυσλειτουργικό τρόπο διατροφής και αντίληψης του εαυτού του. Η ψυχοθεραπεία μπορεί να εστιάσει τόσο στην αναγνώριση όσο και στην έκφραση των συναισθημάτων και των σκέψεων που ταλαιπωρούν το άτομο, βοηθώντας το να βρει τον αυθεντικό του εαυτό. Τέλος, ο ρόλος και η συμμετοχή των υπόλοιπων μελών της οικογένειας παίζουν σημαντικό ρόλο στην θεραπεία του εφήβου που πάσχει από ΔΠΤ, γι’ αυτό το λόγο η οικογενειακή συμβουλευτική θεωρείται απαραίτητη.
Βιβλιογραφία
1 American Psychiatric Association (2013). Diagnostic and statistical manual of mental disorders
2 Campbell, K., & Peebles, R. (2014). Eating disorders in children and adolescents: State of the art review. Pediatrics, 134(3), 582–592.
3 Madden, S., Morris, A., Zurynski, Y. A., Kohn, M., & Elliot, E. J. (2009). Burden of eating
disorders in 5-13-year-old children in Australia. Medical Journal of Australia, 190(8),410–414.
4 Hudson, L. D., Nicholls, D. E., Lynn, R. M., & Viner, R. M. (2012). Medical instability and
growth of children and adolescents with early onset eating disorders. Archives of Disease in Childhood, 97(9), 779–784.
5 Fairburn, C. G., Cooper, Z., & Shafran, R. (2003). Cognitive behaviour therapy for eating
disorders: A “transdiagnostic” theory and treatment. Behaviour Research and Therapy, 41(5), 509–528.
6 Culbert, K. M., Racine, S. E., & Klump, K. L. (2015). Research review: what we have
learned about the causes of eating disorders – a synthesis of sociocultural, psychological, and biological research. Journal of Child Psychology and Psychiatry and Allied Disciplines, 56(11), 1141e1164.
7 Herpertz-Dahlmann, B., Buhren, K., & Remschmidt, H. (2013). Growing up is hard: mental disorders in adolescence. Deutsches Aerztblatt Internationa, 110(25), 432e439. quiz 440.
8 Tetley, A., Moghaddam, N. G., Dawson, D. L., & Rennoldson, M. (2014). Parental bonding and eating disorders: a systematic review. Eating Behaviours, 15(1), 49e59.
9 Cooper, M. J. (1997). Cognitive theory in anorexia nervosa and bulimia nervosa: A review. Behavioural and Cognitive Psychotherapy, 25 , 113–145.
10 Cooper, M. J., Cohen-Tovee, E., Todd, G., Wells, A., & Tovee, M. (1997). A questionnaire to assess assumptions and beliefs in eating disorders: Preliminary findings. Behaviour Research and Therapy, 35 , 381–388.
11 Archibald, A. B., Graber, J. A, & Brooks-Gunn, J. (1999). Associations among parent–adolescent relationships, pubertal growth, dieting, and body image in young adoles- cent girls: A short-term longitudinal study. Journal of Research on Adolescence, 9, 395-415.
12 Striegel-Moore, R. H., & Cachelin, F. M. (1999). Body image concerns and disordered eating in adolescent girls: Risk and protective factors. In N. G. Johnson, M. C. Roberts, & J. Worell (Eds.), Beyond appearance: A new look at adolescent girls. Washington, DC: American Psychological Association.