Ο εκφοβισμός στη σημερινή κοινωνία
Όλοι έχουμε να διηγηθούμε μία ιστορία εκφοβισμού, είτε πέσαμε θύμα, είτε ήμασταν ο θύτης, ή ίσως να ήμασταν μόνο παρόντες. Τα παιδιά συχνά πέφτουν θύματα εκφοβισμού. Σε κάποια παιδιά είναι απλά ένα «πείραγμα», σε άλλα όμως είναι ένα ιδιαίτερα ταπεινωτικό είδος κοροϊδίας και εκφοβισμού. Εκφοβισμός θεωρείται μία «εσκεμμένη, συνειδητή επιθυμία να βλάψεις κάποιον άλλον προκαλώντας του άγχος»11.
Ο εκφοβισμός μπορεί να είναι σωματικός, προφορικός, να μοιάζει με ταπείνωση, ή να είναι ένας εσκεμμένος κοινωνικός αποκλεισμός5. Τα πιο συχνά είδη εκφοβισμού είναι: α) η μίμηση (προσποιούμαι ότι είσαι εσύ γελοιοποιώντας σε)4, β) ο λεκτικός εκφοβισμός (οι προσβολές/βρισιές/ετικετοποίηση), γ) ο σωματικός (βίαιη σωματική συμπεριφορά), δ) ο συναισθηματικός (διάδοση ψεύτικων φημών, αποκλεισμός από παρέες) και
ε) ο ηλεκτρονικός (cyber bullying, διαδίδοντας πληροφορίες για το άτομο στο διαδίκτυο)7.
Τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας συνηθίζουν να μην έχουν προβλήματα με την αυτο-εκτίμησή τους, ακόμα και όταν τα «πειράζουν». Αυτό οφείλεται στο ότι τα παιδιά από 3-6 ετών, είναι ακόμα αρκετά δεμένα με τους γονείς τους. Επομένως, από τη στιγμή που υπάρχει αποδοχή και υποστήριξη από το οικογενειακό τους περιβάλλον, τα «πειράγματα» εκτός σπιτιού δεν επηρεάζουν τόσο την αυτο-εκτίμηση αυτής της ηλικιακής ομάδας9.
Ωστόσο, για τα παιδιά της σχολικής ηλικίας, 6-12 ετών, οι γονείς γίνονται λιγότερο απαραίτητοι στις ζωές τους, ενώ οι φίλοι και οι παρέες γίνονται πιο σημαντικοί. Η ανάπτυξη της «αίσθησης εαυτού» του παιδιού, σχετίζεται -εν μέρη- και με τις σχέσεις με τους συνομήλικούς του. Οι θετικές σχέσεις με φίλους θα έχουν μία σημαντική επιρροή στην κοινωνική του ανάπτυξη2. Σε περίπτωση που οι συνομήλικοι του δεν το αποδεχθούν, το παιδί ίσως νιώσει εξοστρακισμό από την ομάδα, και ίσως μετέπειτα να «γενικεύσει» αυτό το γεγονός και να αισθανθεί ότι δεν ανήκει πουθενά10.
Προς το τέλος της εφηβείας τα επίπεδα αυτο-εκτίμησης συνήθως ανεβαίνουν και πάλι. Αυτό οφείλεται στο ότι αναπτύσσονται ισχυρές ταυτότητες και χαρακτήρες που υπερβαίνουν το κομμάτι του εκφοβισμού και της γνώμης που έχει κάποιος τρίτος για το άτομό τους.
Γνωρίζουμε πως η ατομική και η ομαδική ψυχοθεραπεία βοηθά πολύ τα παιδιά και τους εφήβους που δέχονται εκφοβισμό, αλλά και όσους βρίσκονται στην άλλη όχθη, όπου οι ίδιοι εκφοβίζουν άλλους.
Στην ομαδική ψυχοθεραπεία κάποιος θα αναγνωρίσει πως υπάρχουν και άλλοι που αντιμετωπίζουν τις ίδιες δυσκολίες με τον ίδιο. Η ομάδα θα τον αποδεχθεί και θα τον αγκαλιάσει, για αυτό που είναι, κάτι που θα τον βοηθήσει να μάθει καλύτερα τον εαυτό του. Επίσης τα μέλη της ομάδας μοιράζονται, συζητούν ελεύθερα και πολλές φορές αστειεύονται για τις εμπειρίες τους με τον εκφοβισμό, χωρίς να φοβούνται μήπως τους κρίνει ή τους κοροιδέψει κάποιος.
Η ατομική θεραπεία επικεντρώνεται στα συναισθήματα ενός ατόμου που δέχεται εκφοβισμό, τα οποία συνήθως είναι: θυμός, ντροπή, άγχος, μελαγχολία, άρνηση (π.χ., «δεν είναι κάτι σημαντικό», «σιγά μωρέ, δε δίνω σημασία»), και επίσης επιθετικότητα, εσωστρέφεια και άλλα. Μαθαίνει επομένως, με την βοήθεια του ψυχοθεραπευτή, πώς να αγαπά τον εαυτό του γι’ αυτό που είναι. Ακόμα, μέσα από την ψυχοθεραπεία το παιδί μαθαίνει να εστιάζει στα δυνατά του σημεία και να ενισχύει την αυτογνωσία και την αυτοπεποίθηση του. Πρέπει να θυμόμαστε πως όποια και αν είναι η αντίδραση του παιδιού στον εκφοβισμό, η ψυχοθεραπεία πρέπει να είναι σταθερή και συνεχιζόμενη, ώστε να δούμε αποτελέσματα10.
Μέσα από την ψυχοθεραπεία, θα μάθει ότι είναι πολλά παραπάνω από «έναν άνθρωπο που τον κοροϊδεύουν». Θα καταφέρει να αναγνωρίσει τις δικές του ισχυρές ικανότητες και να αντιλαμβάνεται τις αδυναμίες των άλλων. Ένα άτομο που βρίσκει την δύναμη να μιλήσει ανοιχτά για όσα έχει υποστεί στο σχολείο και στις παρέες, έχει λιγότερα να κρύψει, χωρίς να νιώθει ντροπή. Θα καταφέρει να αποδεχθεί τον εαυτό του και να τον αγκαλιάσει βλέποντας τον εκφοβισμό ως μια παροδική κατάσταση από την οποία θα βγει μόνο πιο δυνατός και σοφός. Είναι γεγονός πως τα παιδιά που δουλεύουν με τον εαυτό τους, γίνονται πιο δυναμικά, με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη στον εαυτό τους.
Βιβλιογραφία:
- Di Lollo, A., Manning, W.H. & Neimeyer, R. (2003). Cognitive anxiety as a function of speaker role for fluent speakers & for persons who stutter. Journal of Fluency Disorders, 28, 167-186.
- Gallagher, T. (1991). Pragmatics of language: Clinical practice issues. San Diego, CA: Singular.
- Guitar, B. (1998). Stuttering: An integrated approach to its nature and treatment. Baltimore, MD. Williams & Wilkins.
- Langevin, M. (1998). “Teasing & Bullying: Unacceptable Behavior. Helping Children Handle Teasing and Bullying”. Edmonton, Alberta: Institute for Stuttering Treatment & Research (ISTAR) and Communication Improvement Program, affiliated with the University of Alberta.
- Langevin, M. (1999, May). “Teasing and Bullying: Unacceptable Behavior (TAB) Helping children handle teasing and bullying”. Symposium conducted at the 1999 CASLPA Conference, Edmonton, Alberta.
- Manning, W. & Beck, G. (2013). The role of psychological processes in estimates of stuttering severity. Journal of Fluency Disorders, 38, 356-367.
- Mooney, S. & Smith, P.K. (1995). “Bullying and the child who stammers”. British Journal of Special Education, 22, 24-27.
- Peters, H. F. M., & Hulstijn, W. (1984). “Stuttering and anxiety: The difference between stutterers and nonstutterers in verbal apprehension and physiologic arousal during the anticipation of speech and non-speech tasks”. Journal of Fluency Disorders, 9, 67–84.
- Starkweather, C.W. & Givens-Ackerman, J. (1997). Stuttering: Studies in Communicative Disorders. Pro-Ed: Austin, Texas: Pro-Ed.
- Roth, I. & Beal, D. (1999). “Teasing & Bullying of children who stutter”. Journal of Fluency Disorders.
- Tattum, D.P. (1989). “Violence & aggression in schools”. In D.P. Tattum & D.A. Lane (Eds). Bullying in schools, pp. 7-19. Trentham Books.